Greek Meaning of leaguering

leaguering

Other Greek words related to leaguering

Definitions and Meaning of leaguering in English

leaguering

siege, a military camp, a member of a league, besiege, beleaguer

FAQs About the word leaguering

Definition not available

siege, a military camp, a member of a league, besiege, beleaguer

επιτιθέμενος,Πολιορκώντας,Αποκλεισμός,επιτιθέμενος,πολιορκώντας,αποκλεισμός,κόβοντας,περικύκλωση,επενδύσεις,πολιορκία

απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,διάσωση,απελευθερωτικός

leaguered => πολιορκημένος, leafs => Φύλλα, leafing (through) => ξεφύλλισμα, leafed (through) => φύλλισε (μέσα), leaf (through) => Μέσα από το φύλλο,