Greek Meaning of inseparableness

αχώριστο

Other Greek words related to αχώριστο

Definitions and Meaning of inseparableness in English

Webster

inseparableness (n.)

The quality or state of being inseparable; inseparability.

FAQs About the word inseparableness

αχώριστο

The quality or state of being inseparable; inseparability.

κόλπος,φιλαράκια,κοντά,γνώριμος,φιλικός,στοργικός,φίλοι,Συσπειρωμένος,άνετος,φιλικός

μακρινό,απόμακρος,αντικοινωνικός,κρύος,κουλ,αποσπασμένος,παγωμένος,απομακρυσμένος,ανεπιθύμητος,αποσυρμένος

inseparable => αχώριστος, inseparability => αχώριστο, insentiment => Ανευαισθησία, insentient => Αναίσθητος, insentience => αναισθησία,