Greek Meaning of inseparableness
αχώριστο
Other Greek words related to αχώριστο
- κόλπος
- φιλαράκια
- κοντά
- γνώριμος
- φιλικός
- στοργικός
- φίλοι
- Συσπειρωμένος
- άνετος
- φιλικός
- Φιλικός
- αγαπητέ/αγαπητή
- ειδικός
- προς τα μέσα
- αγαπώντας
- κοντά
- παχύς
- σφιχτός
- λατρεύω
- Φιλικός
- φιλικός
- δώρο
- κυνηγητικός
- εμπιστευτικός
- φιλικός
- άνετος
- αφοσιωμένος
- εύκολος
- οπαδός
- λαμπρός
- φιλεύσπλαχνος
- κοινωνικός
- γενναιόδωρος
- φιλικός
- μυστικοπαθής
- άνετος
- κοινωνικός
- Δεμένοι
- ζεστός
Nearest Words of inseparableness
Definitions and Meaning of inseparableness in English
inseparableness (n.)
The quality or state of being inseparable; inseparability.
FAQs About the word inseparableness
αχώριστο
The quality or state of being inseparable; inseparability.
κόλπος,φιλαράκια,κοντά,γνώριμος,φιλικός,στοργικός,φίλοι,Συσπειρωμένος,άνετος,φιλικός
μακρινό,απόμακρος,αντικοινωνικός,κρύος,κουλ,αποσπασμένος,παγωμένος,απομακρυσμένος,ανεπιθύμητος,αποσυρμένος
inseparable => αχώριστος, inseparability => αχώριστο, insentiment => Ανευαισθησία, insentient => Αναίσθητος, insentience => αναισθησία,