Greek Meaning of inaudibility
Ανικανότητα ακοής
Other Greek words related to Ανικανότητα ακοής
Nearest Words of inaudibility
Definitions and Meaning of inaudibility in English
inaudibility (n)
the quality of not being perceptible by the ear
inaudibility (n.)
The quality of being inaudible; inaudibleness.
FAQs About the word inaudibility
Ανικανότητα ακοής
the quality of not being perceptible by the earThe quality of being inaudible; inaudibleness.
αόρατος,Αδύναμος,σιωπηλός,ανεπαίσθητος,διακριτικός,ασαφής,αδιαφοροποίητα,άυλος,σιωπηλός,αόρατος
ακουστός,δυνατός,θορυβώδης,παρατηρήσιμος,αναγνωρίσιμος,απτός,ορατός,φαινομενικός,σαφής,εμφανής
inattentiveness => απροσεξία, inattentively => απρόσεκτα, inattentive => απρόσεκτος, inattention => απροσεξía, inasmuch => καθόσον,