Greek Meaning of in sight
στα μάτια
Other Greek words related to στα μάτια
- Λάμψη
- Διάκριση
- Διάννοια
- νοημοσύνη
- αντίληψη
- Διορατικότητα
- αντίληψη
- οξυδέρκεια
- ευαισθησία
- κατανόηση
- σοφία
- οξύτητα
- οξύνοια
- εκτίμηση
- οξυδέρκεια
- κατανόηση
- Κατανοώ
- οξυδέρκεια
- δύναμη
- λόγος
- οξυδέρκεια
- σοφία
- αίσθηση
- ευφυΐα
- ανησυχία
- φωτεινότητα
- διορατικότητα
- διαυγής όραση
- Εξυπνάδα
- διάκριση
- διορατικότητα
- πρόβλεψη
- Φαιά ουσία
- κρίση
- κρίση
- κρίση
- οξύνοια
- λογική
- νοοτροπία
- αντίληψη
- φρόνηση
- Ορθολογισμός
- σοφία
- λογική
- νοημοσύνη
- εγκέφαλος/εγκέφαλοι
- ευφυΐα
Nearest Words of in sight
- in situ => επιτόπου
- in small stages => σε μικρά στάδια
- in so far => εφόσον
- in someone's way => στον δρόμο κάποιου
- in spades => με το τσουβάλι
- in spite of appearance => παρά τις ενδείξεις
- in stages => σταδιακά
- in stock => σε απόθεμα
- in store => στο κατάστημα
- in straitened circumstances => σε δεινή θέση
Definitions and Meaning of in sight in English
in sight (s)
at or within a reasonable distance for seeing
FAQs About the word in sight
στα μάτια
at or within a reasonable distance for seeing
Λάμψη,Διάκριση,Διάννοια,νοημοσύνη,αντίληψη,Διορατικότητα,αντίληψη,οξυδέρκεια,ευαισθησία,κατανόηση
πυκνότητα,ανία,μωρία,βλακεία,Ανία,τρέλα,αντιλογικός,ηλιθιότητα,Τρέλα,ανορθολογισμός
in short order => σύντομα, in short => εν συντομία, in series => σε σειρά, in secret => Μυστικά, in return => ως αντάλλαγμα,