Greek Meaning of greyed
γκρίζος
Other Greek words related to γκρίζος
Nearest Words of greyed
Definitions and Meaning of greyed in English
greyed (s)
deprived of color
FAQs About the word greyed
γκρίζος
deprived of color
άνθισε,άνθησε,εξελιγμένος,ανθισμένο,Τά 'βρισκαν καλά,συνέχισε,μετριασμένος,ανοιχτός,μαλακωμένο,προηγμένος
φθαρμένο,αρνήθηκε,εκφυλισμένος,επιδεινωμένο,αποξηραμένο,κρεμασμένος,ξεθωριασμένος,επισημασμένο,χαλάρωσε,βούλιαξε
grey-brown => γκριζοκαφέ, grey-blue => γκρι-μπλε, grey-black => Γκρι-μαύρο, greybeard => γκρι μούσι, greyback => Γκρέιμπακ,