Greek Meaning of greenish
πρασινωπός
Other Greek words related to πρασινωπός
Nearest Words of greenish
- greening => πρασίνισμα
- greenhouse whitefly => Λευκή μύγα θερμοκηπίου
- greenhouse warming => Εφέ θερμοκηπίου
- greenhouse gas => αέρια του θερμοκηπίου
- greenhouse emission => εκπομπές αερίων θερμοκηπίου
- greenhouse effect => φαινόμενο του θερμοκηπίου
- greenhouse => Θερμοκήπιο
- greenhorn => νέος
- greenhood => Πράσινο καλσόν
- greenhead => πρασινοκέφαλη
- greenish blue => Πρασινογάλαζο
- greenish yellow => Κιτρινοπράσινος
- greenish-brown => Ελαιοπράσινος
- greenish-gray => Πρασινωπό γκρι
- greenish-grey => Πρασινωπό γκρι
- greenishness => χλωμάδα
- greenish-white => Πρασινωπό λευκό
- greenland => Γροιλανδία
- greenland caribou => τάρανδος της Γροιλανδίας
- greenland sea => Θάλασσα της Γροιλανδίας
Definitions and Meaning of greenish in English
greenish (s)
of the color between blue and yellow in the color spectrum; similar to the color of fresh grass
greenish (a.)
Somewhat green; having a tinge of green; as, a greenish yellow.
FAQs About the word greenish
πρασινωπός
of the color between blue and yellow in the color spectrum; similar to the color of fresh grassSomewhat green; having a tinge of green; as, a greenish yellow.
πυκνό,ενήλικας,φυλλώδης,πλούσιος,γόνιμος,πολυτελής,Υπερμεγέθης,πλούσιος,πράσινος,λίπος
άγονο,άχαρος,ξηρός,Φυλλοβόλος,φτωχός,άνυδρος,νεκρός,εξαντλημένος,φτωχοποιημένος,στείρος
greening => πρασίνισμα, greenhouse whitefly => Λευκή μύγα θερμοκηπίου, greenhouse warming => Εφέ θερμοκηπίου, greenhouse gas => αέρια του θερμοκηπίου, greenhouse emission => εκπομπές αερίων θερμοκηπίου,