Greek Meaning of greenishness

χλωμάδα

Other Greek words related to χλωμάδα

Definitions and Meaning of greenishness in English

Wordnet

greenishness (n)

the property of being somewhat green

FAQs About the word greenishness

χλωμάδα

the property of being somewhat green

πρασινάδα,χλωμάδα,Λευκότητα,Χλωμάδα,ωχρότητα,ωχρότητα,Χλωμότητα,Χλωμάδα

λουλούδι,κοκκινίζω,φωτεινότητα,χρώμα,FLUSH,λάμψη,Λάμψη,ερυθρότητα,ροζ,Ερυθρότητα

greenish-grey => Πρασινωπό γκρι, greenish-gray => Πρασινωπό γκρι, greenish-brown => Ελαιοπράσινος, greenish yellow => Κιτρινοπράσινος, greenish blue => Πρασινογάλαζο,