Greek Meaning of frozenness

κατεψυγμένα

Other Greek words related to κατεψυγμένα

Definitions and Meaning of frozenness in English

Webster

frozenness (n.)

A state of being frozen.

FAQs About the word frozenness

κατεψυγμένα

A state of being frozen.

μαρμελάδα,κολλημένος,σφιχτός,σταθεροποιημένο,ενσωματωμένο,γρήγορος,στερεός,κολλημένος,καταλύει,σετ

αποσπασμένος,Ανασφαλής,χαλαρός,ανασφάλιστο,απελευθερωμένος,κινητός,κινητός,ανεξάρτητος,ελεύθερος,Ατελείωτος

frozen yogurt => Παγωμένο γιαούρτι, frozen pudding => Παγωμένη πουτίγκα, frozen orange juice => Παγωμένος χυμός πορτοκαλιού, frozen metaphor => παγωμένη μεταφορά, frozen foods => κατεψυγμένα τρόφιμα,