Greek Meaning of experimentally

πειραματικά

Other Greek words related to πειραματικά

Definitions and Meaning of experimentally in English

Wordnet

experimentally (r)

in an experimental fashion

Webster

experimentally (adv.)

By experiment; by experience or trial.

FAQs About the word experimentally

πειραματικά

in an experimental fashionBy experiment; by experience or trial.

Αναπτυξιακός,Διερευνητικός,πιλότος,προκαταρκτικός,δίκη,εξερευνητικός,υποθετικός,προπαρασκευαστικός,εικαζόμενο,Προσωρινός

αποδεκτό,προηγμένος,καθιερωμένος,πρότυπο,ανεπτυγμένη,τελικός,μόνιμο,ελέγχθηκε,Καταληκτικός,αποφασιστικός

experimentalize => πειραματίζομαι, experimentalism => πειραματισμός, experimental variable => Πειραματική μεταβλητή, experimental psychology => Πειραματική ψυχολογία, experimental procedure => Πειραματική διαδικασία,