Greek Meaning of empirically
εμπειρικά
Other Greek words related to εμπειρικά
Nearest Words of empirically
- empirical research => εμπειρική έρευνα
- empirical formula => Εμπειρικός τύπος
- empirical => εμπειρικός
- empiric => εμπειρικός
- empire state of the west => Η αυτοκρατορία της δύσης
- empire state of the south => Νότια Αυτοκρατορία
- empire state building => Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ
- empire state => Εμπάιαρ Στέιτ
- empire day => Ημέρα Αυτοκρατορίας
- empire => αυτοκρατορία
Definitions and Meaning of empirically in English
empirically (r)
in an empirical manner
empirically (adv.)
By experiment or experience; without science; in the manner of quacks.
FAQs About the word empirically
εμπειρικά
in an empirical mannerBy experiment or experience; without science; in the manner of quacks.
εμπειρικός,πειραματικός,πραγματικός,Στόχος,παρατηρησιακός,πραγματικός,υπαρξιστικός,υλικό,πραγματικός,αποδεκτό
θεωρητικός,θεωρητικός,εικαστικός,υποθετικός,Μη εμπειρικό,εικαζόμενο,Μη εμπειρικός,μεταφυσικός,αποδεδειγμένος,αβάσιμος
empirical research => εμπειρική έρευνα, empirical formula => Εμπειρικός τύπος, empirical => εμπειρικός, empiric => εμπειρικός, empire state of the west => Η αυτοκρατορία της δύσης,