Greek Meaning of doffed one's hat to
βγάζω το καπέλο μου σε κάποιον
Other Greek words related to βγάζω το καπέλο μου σε κάποιον
- χειροκρότησε.
- Χαιρετάω
- επαίνεσε
- πιστοποιημένο
- επευφημούσαν
- επαινεμένος
- διαφημιζόμενος
- αποθεωμένος
- επαινέθηκε
- σκασμένος
- χαιρέτησε
- ριζωμένο (για)
- αυξάνω (σε)
- εγκρίθηκε
- γιορτάζεται
- χειροκρότησε
- θεοποιημένος
- διακοσμημένο
- ενέκρινε
- εγκωμιάστηκαν
- υμνεί
- ευνοϊκός
- κολακευμένος
- δοξασμένος
- εγκεκριμένος
- Μεγεθυσμένη
- προτεινόμενο
- τραγούδησε
- τραγούδησε
- Αποπνέων
- επαινεμένος
- μπράβο
- χειροκρότημα
Nearest Words of doffed one's hat to
- doffed one's cap to => βγάζω το καπέλο σε ένδειξη σεβασμού ή χαιρετισμού
- doff one's hat to => αφαιρώ το καπέλο
- doff one's cap to => βγάζω το καπέλο μου σε
- doeskins => Δέρμα ελαφιού
- does in => σε
- does a number on => κάνει έναν αριθμό στο
- doers => δράστες
- dodos => Ντόντο
- dodginess => πανουργία
- dodges => αποφεύγει
- doffing one's cap to => βγάζω το καπέλο σε
- doffing one's hat to => βγάζοντας το καπέλο σε
- dog collars => Κολάρα για σκύλους
- dogcarts => Αμάξια για σκύλους
- dog-eat-dog => Νόμος της ζούγκλας
- dogface => Πρόσωπο σκύλου
- dogfaces => Σκυλομούρες
- dogfights => αερομαχίες
- doggone => καταραμένος
- doggoned => καταραμένος
Definitions and Meaning of doffed one's hat to in English
doffed one's hat to
to remove (an article of wear) from the body, to rid oneself of, to show respect to, to take off (the hat) in greeting or as a sign of respect, to take off (as one's hat as an act of politeness)
FAQs About the word doffed one's hat to
βγάζω το καπέλο μου σε κάποιον
to remove (an article of wear) from the body, to rid oneself of, to show respect to, to take off (the hat) in greeting or as a sign of respect, to take off (as
χειροκρότησε.,Χαιρετάω,επαίνεσε,πιστοποιημένο,επευφημούσαν,επαινεμένος,διαφημιζόμενος,αποθεωμένος,επαινέθηκε,σκασμένος
χτύπησε,τηγανίτης,βάλω κάτω,χτύπησε,νουθετώ,υποτιμούσε,κατηγορηθεί,λογοκριμένος,υποτιμημένος,επέπληξε
doffed one's cap to => βγάζω το καπέλο σε ένδειξη σεβασμού ή χαιρετισμού, doff one's hat to => αφαιρώ το καπέλο, doff one's cap to => βγάζω το καπέλο μου σε, doeskins => Δέρμα ελαφιού, does in => σε,