Greek Meaning of does a number on
κάνει έναν αριθμό στο
Other Greek words related to κάνει έναν αριθμό στο
- εξαπατά
- φοράει
- κόλπα
- βούβαλοι
- Εγκαύματα
- έχει
- εξαπατά
- εξαπατά
- γκρεμοί
- πιάνει
- Απατεώνες
- μειονεκτήματα
- ξαδέρφια
- ξεγελά
- Απατεώνες
- προσποιείται
- γκάφες
- ζαμπόν
- Γλάροι
- φάρσες
- ξεγελά
- απατεωνιές
- Χαζομάρες
- ζογκλάρει
- παιδιά
- οδηγεί κάποιον στον κήπο
- Οδηγεί κάποιον στον κήπο
- Παραπλανά
- παραπληροφορεί
- παραπλανά
- πειράζω κάποιον
- Ξεγελάω κάποιον
- χιόνι
- Παρωδίες
- τσιμπήματα
- καθυστερεί
- βεντούζες
- ρουφάει
- παίρνει μέσα
- πειράζει
- τσιγγάνοι
- αιμορραγεί
- σμίλη
- εξαπατά
- ντίλιντες
- ευχρε
- μαλλιά
- απάτες
- φασαρία
- επιβάλλει πρόστιμο
- φοράει
- πύργοι
- αδική
- δέρματα
- Σνούκερ
- ξυλάκια
- απάτες
Nearest Words of does a number on
- does in => σε
- doeskins => Δέρμα ελαφιού
- doff one's cap to => βγάζω το καπέλο μου σε
- doff one's hat to => αφαιρώ το καπέλο
- doffed one's cap to => βγάζω το καπέλο σε ένδειξη σεβασμού ή χαιρετισμού
- doffed one's hat to => βγάζω το καπέλο μου σε κάποιον
- doffing one's cap to => βγάζω το καπέλο σε
- doffing one's hat to => βγάζοντας το καπέλο σε
- dog collars => Κολάρα για σκύλους
- dogcarts => Αμάξια για σκύλους
Definitions and Meaning of does a number on in English
does a number on
the first tone of the major scale in solfège, tour, to spend (time) in prison, wash, to pass over, to work at as a vocation, put, to come to or make an end, fuss, ado, battle, cook, to attack physically, to be engaged in the study or practice of, kill, to bring to pass, to put forth, to put in order, to treat unfairly, to be fitting, a festive get-together, perform, execute, bring about, effect, to travel at a speed of, to treat or deal with in any way typically with the sense of preparation or with that of care or attention, a command or entreaty to do something, to have sexual intercourse with, to perform in or serve as producer of, use sense 4, mimic, to prepare for use or consumption, to bring to an end, to treat with respect to physical comforts, to be active or busy, to be adequate or sufficient, to apply cosmetics to, to play the role or character of, cheat, hairdo, cheat, swindle, to wear out especially by physical exertion, act, behave, to serve out (a period of imprisonment), to serve the needs of, to approve especially by custom, opinion, or propriety, decorate, furnish, to give freely, set, arrange, get along, fare, to carry on business or affairs, to partake of, commit, to bring into existence, to take place, to behave like, deed, duty
FAQs About the word does a number on
κάνει έναν αριθμό στο
the first tone of the major scale in solfège, tour, to spend (time) in prison, wash, to pass over, to work at as a vocation, put, to come to or make an end, fus
εξαπατά,φοράει,κόλπα,βούβαλοι,Εγκαύματα,έχει,εξαπατά,εξαπατά,γκρεμοί,πιάνει
διαψεύδει,εκθέτει,αποκαλύπτει,εμφανίζεται,λέει,αποκαλύπτει,αποκαλύπτει,disillusion,αποκαλύπτει,απογοητεύει
doers => δράστες, dodos => Ντόντο, dodginess => πανουργία, dodges => αποφεύγει, dodgers => Ντότζερς,