Greek Meaning of diurnally
Ημερησίως
Other Greek words related to Ημερησίως
Nearest Words of diurnally
Definitions and Meaning of diurnally in English
diurnally (adv.)
Daily; every day.
FAQs About the word diurnally
Ημερησίως
Daily; every day.
καθημερινός,συνεχής,κυκλικός,καθημερινής,επαναλαμβανόμενο,εναλλασσόμενος,αδιάκοπος,συνεχής,συνέχεια,συνεχόμενος
μηνιαίως,εβδομαδιαία,ετήσιος,ασταθής,σπάνιος,ακανόνιστος,περιστασιακός,σπασμωδικός,σπαστικός
diurnalist => ημερόβιο, diurnal variation => Ημερήσιες μεταβολές, diurnal parallax => Ημερήσια παράλλαξη, diurnal => ημερήσιος, diurna => ημερήσιος,