Greek Meaning of depredated
απογυμνωμένος
Other Greek words related to απογυμνωμένος
- εξαντλημένος
- κατεστραμμένος
- κατεδαφισμένο
- λεηλατήθηκε
- κατεστραμμένος
- κατεστραμμένος, ερειπωμένος
- βλάβη
- πόνος
- εξασθενημένος
- λεηλατημένος
- λεηλάτησε
- λεηλατημένος
- λεηλατημένος
- λεηλατημένο
- κατεστραμμένο
- κατεδαφισμένος
- κατεστραμμένος
- σαμποτάρει
- απολύθηκε
- σφετερισμένος
- σπαταλημένος
- εξαλειφθεί
- βυθισμένο
- χτυπημένο
- βεβηλωμένος
- κατεστραμμένο
- πεινασμένος
- μαστιγωμένος
- θρυμματισμένος
- συντριμμένος
- κακομαθημένος
- κακομαθημένος
- κατέδαφισε
- συνολικό
- σύνολο
- βασανισμένος
- Χρεοκοπημενος
- παραμορφωμένος
- γραμμένη με γκράφιτι
- Ετικέτα
- κατεστραμμένο
- βανδαλισμένος
Nearest Words of depredated
- depredate => Λεηλατείν** / Καταστρέφειν
- depredable => βιαστής
- depreciatory => υποτιμητικός
- depreciator => παράγοντας υποτίμησης
- depreciative => υποτιμητικό
- depreciation rate => ποσοστό απόσβεσης
- depreciation charge => απόσβεση
- depreciation allowance => αποσβεστική δαπάνη
- depreciation => αποσβέσεις
- depreciating => απόσβεση
Definitions and Meaning of depredated in English
depredated (imp. & p. p.)
of Depredate
FAQs About the word depredated
απογυμνωμένος
of Depredate
εξαντλημένος,κατεστραμμένος,κατεδαφισμένο,λεηλατήθηκε,κατεστραμμένος,κατεστραμμένος, ερειπωμένος,βλάβη,πόνος,εξασθενημένος,λεηλατημένος
συντηρημένο,προστατευμένο,αποθηκευμένο,κατασκευασμένο,συντηρημένο,ξαναχτίστηκε,Διασωθείς
depredate => Λεηλατείν** / Καταστρέφειν, depredable => βιαστής, depreciatory => υποτιμητικός, depreciator => παράγοντας υποτίμησης, depreciative => υποτιμητικό,