Greek Meaning of depredated

απογυμνωμένος

Other Greek words related to απογυμνωμένος

Definitions and Meaning of depredated in English

Webster

depredated (imp. & p. p.)

of Depredate

FAQs About the word depredated

απογυμνωμένος

of Depredate

εξαντλημένος,κατεστραμμένος,κατεδαφισμένο,λεηλατήθηκε,κατεστραμμένος,κατεστραμμένος, ερειπωμένος,βλάβη,πόνος,εξασθενημένος,λεηλατημένος

συντηρημένο,προστατευμένο,αποθηκευμένο,κατασκευασμένο,συντηρημένο,ξαναχτίστηκε,Διασωθείς

depredate => Λεηλατείν** / Καταστρέφειν, depredable => βιαστής, depreciatory => υποτιμητικός, depreciator => παράγοντας υποτίμησης, depreciative => υποτιμητικό,