Greek Meaning of clammily
υγρό
Other Greek words related to υγρό
- εύθραυστος
- κρύος
- κρύος
- κουλ
- κρύο
- παγωμένος
- αντισηπτικό
- αρκτικός
- χιλι
- αποσπασμένος
- παγωμένος
- κατεψυγμένο
- Παγωμένο
- παγετώδης
- κρατημένος
- ανεπιθύμητος
- ανανταγωνιστικό
- χειμωνιάτικος
- χιονώδης
- Δροσερός
- απόμακρος
- αντικοινωνικός
- αδιάφορος
- αναίμακτος
- ψυχρός
- Ψυχρός στα μάτια
- άκαρδος
- αποστασιοποιημένος
- Σκληρόκαρδος
- άκαρδος
- απρόσωπος
- αδιάφορος
- ανελέητος
- απόμακρος
- άσπλαχνος
- Άψυχος
- απόμακρος-η-ο
- αδιάφορος
- αγέλαστος
- ανέκφραστος
- ανέμπνευστος
- αδιάφορος
- αναίσθητος
- αδιάφορος
- αναίσθητος
- ακοινώνητος
- αντικοινωνικός
- σκληρός βλέμμα
Nearest Words of clammily
Definitions and Meaning of clammily in English
clammily (r)
in a clammy manner
clammily (adv.)
In a clammy manner.
FAQs About the word clammily
υγρό
in a clammy mannerIn a clammy manner.
εύθραυστος,κρύος,κρύος,κουλ,κρύο,παγωμένος,αντισηπτικό,αρκτικός,χιλι,αποσπασμένος
φιλικός,χαρούμενος,συμπαθής,ζεστός,συμπονετικός,φιλικός,συναισθηματικός,εκφραστικός,λαμπρός,γενναιόδωρος
clammed => Παντζάρια, clamjamphrie => Κουκουβάγια, clambering => αναρρίχηση, clambered => αναρριχήθηκε, clamber => σκαρφαλώνω,