Greek Meaning of brisling
σαρδέλα
Other Greek words related to σαρδέλα
- παιδί
- κουτάβι
- ανήλικος
- Παιδί
- Έφηβος
- μωρό
- παιδί
- μωρό
- ανθόφυλλο
- τύπος
- κοτοπούλι
- βρέφος
- παιδί
- παιδί
- πίθηκος
- κούκλα
- βλαστάρια
- ριπή
- έφηβος
- Έφηβος
- κουτάβι
- νεαρός
- νεαρός
- Νεολαία
- παιδί
- μωρό μου
- Χερουβείμ
- διάβολος
- διάβολος
- χωριατοπούλα
- δαιμόνιο
- κακομοίρης
- Παιδί νηπιαγωγείου
- Νηπιαγωγείο
- Παιδί
- ανήλικος
- σκανταλιά
- νεογνό
- Πουλί
- νεογνό
- πένσα
- παιδί προσχολικής ηλικίας
- προεφηβεία
- Τσαμπουκάς
- απατεώνας
- μαθητής
- Μαθητής
- Μαθήτρια
- Ξυριστική μηχανή
- Νεαρός
- λίγο
- παιδί
- Νήπιο
- νήπιο
- Έφηβος
- παιδί
- αλήτης
- αποθηλασμένο
- Τσακάλι
- γόνος
- μαθητής
- Προ-έφηβος
- έφηβος
- έφηβος
Nearest Words of brisling
Definitions and Meaning of brisling in English
brisling (n)
small fatty European fish; usually smoked or canned like sardines
small herring processed like a sardine
FAQs About the word brisling
σαρδέλα
small fatty European fish; usually smoked or canned like sardines, small herring processed like a sardine
παιδί,κουτάβι,ανήλικος,Παιδί,Έφηβος,μωρό,παιδί,μωρό,ανθόφυλλο,τύπος
ενήλικας,ηλικιωμένος,γέρος,Ηλικιωμένος πολίτης,ενήλικας,αρχαίος,παλιός,ηλικιωμένος, -η, -ο,συνταξιούχος,μεσήλικας
briskness => Ζωντάνια, briskly => γρήγορα, brisket => Κοτόπουλο, brisken => Μπρίσκετ, brisk up => τονώνω,