Greek Meaning of beavered

δραστηριοποιείται

Other Greek words related to δραστηριοποιείται

Definitions and Meaning of beavered in English

Webster

beavered (a.)

Covered with, or wearing, a beaver or hat.

FAQs About the word beavered

δραστηριοποιείται

Covered with, or wearing, a beaver or hat.

Εργασία,προσπαθώ,Αγώνας,δουλειά,σκάβω,προσπάθεια, προσπάθεια,προνύμφη,φασαρία,συνεισφέρειν,άροτρο

Σπάω,γλουτοί,αδρανής,αφήνω κάτι,Σαλόνι,χαλαρώνω,χαλαρώνω,τεμπελιάζω,Παρακάμπτω (γύρω),Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω)

beaverbrook => Μπίβερμπρουκ, beaver state => Καστοριά, beaver rat => Καστορί, beaver fur => Δέρμα κάστορα, beaver board => μοριοσανίδα,