Greek Meaning of watchfully

προσεκτικά

Other Greek words related to προσεκτικά

Definitions and Meaning of watchfully in English

Wordnet

watchfully (r)

in a watchful manner

FAQs About the word watchfully

προσεκτικά

in a watchful manner

συναγερμός,ξύπνιος,προσεκτικός,άγρυπνος,ζωντανός,προσεκτικός, προσεκτική,ενήμερος,προσεκτικός,συνειδητός,απότομος

απών,απορροφάται,κοιμισμένος,απρόσεκτος,ζαλισμένος,αποσπασμένος,ονειρευόμενος,ονειρικός,απορροφημένος,ανυποψίαστος

watchful => επαγρυπνών, watchet => watchet, watches => ρολόγια, watcher => παρατηρητής, watched => κοίταζε,