Greek Meaning of tempestuousness
τρικυμισμένος
Other Greek words related to τρικυμισμένος
- Άγριος
- άγριος
- θυμωμένος
- λυσσασμένος
- τραχύς
- ταραγμένη
- ηφαιστειακός
- επιθετικός
- βίαιος
- σπασμωδικός
- κυκλωνικός
- ζεστό
- παροξυσμικός
- άγριος
- θυελλώδης
- ταραχώδης
- κακός
- ασταθής
- ταραγμένος
- ανταγωνιστικός
- διεκδικητικός
- βάρβαρος
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- αιματηρός
- κατακλυσμιαίος
- μαχητικός
- εύφλεκτος
- Αμφιλεγόμενος
- καταστροφικός
- σέρνω έξω
- Φρενήρης
- φρενήρης
- μονομάχος
- εχθρικός
- καταρρίπτω
- άγριος καυγάς
- τρελός
- μαχητικός
- φιλονικός
- καταστροφικός
- άγριος
- μπανγκ-μπανγκ
Nearest Words of tempestuousness
- tempestuous => καταιγιστικός
- tempest-tost => σπαρασσόμενος από καταιγίδα
- tempest-tossed => Συνταρακμένος από καταιγίδα
- tempest-swept => Καταιγισμένος
- tempestivily => έγκαιρα
- tempestive => έγκαιρος
- tempest => καταιγίδα
- tempering => σκλήρυνση
- temperer => συσκευή διατήρησης θερμοκρασίας
- tempered => θερμικός
- templar => Ναΐτης
- template => πρότυπο
- template rna => Τύπος RNA
- temple => ναός
- temple of apollo => Ναός του Απόλλωνα
- temple of artemis => Ναός της Αρτέμιδος
- temple of jerusalem => ναός της Ιερουσαλήμ
- temple of solomon => Ναός του Σολομώντα (Naós tou Solomónta)
- temple orange => Νάρκισσος
- temple orange tree => Δέντρο του πορτοκαλιού ναού
Definitions and Meaning of tempestuousness in English
tempestuousness (n)
a state of wild storminess
a state of agitation or turbulent change or development
FAQs About the word tempestuousness
τρικυμισμένος
a state of wild storminess, a state of agitation or turbulent change or development
Άγριος,άγριος,θυμωμένος,λυσσασμένος,τραχύς,ταραγμένη,ηφαιστειακός,επιθετικός,βίαιος,σπασμωδικός
Ήρεμος,Μη βίαιος,ειρηνικός,ειρηνικός,Γαλήνιος,ήρεμος,Ειρηνικός,Ήρεμος,μη εμπόλεμο,μη επιθετικός
tempestuous => καταιγιστικός, tempest-tost => σπαρασσόμενος από καταιγίδα, tempest-tossed => Συνταρακμένος από καταιγίδα, tempest-swept => Καταιγισμένος, tempestivily => έγκαιρα,