Greek Meaning of tempestive
έγκαιρος
Other Greek words related to έγκαιρος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of tempestive
- tempest => καταιγίδα
- tempering => σκλήρυνση
- temperer => συσκευή διατήρησης θερμοκρασίας
- tempered => θερμικός
- temperature unit => Μονάδα θερμοκρασίας
- temperature scale => Κλίμακα θερμοκρασίας
- temperature reduction => Μείωση θερμοκρασίας
- temperature gradient => θερμοκραδιακή κλίση
- temperature change => Αλλαγή της θερμοκρασίας
- temperature => θερμοκρασία
Definitions and Meaning of tempestive in English
tempestive (a.)
Seasonable; timely; as, tempestive showers.
FAQs About the word tempestive
έγκαιρος
Seasonable; timely; as, tempestive showers.
No synonyms found.
No antonyms found.
tempest => καταιγίδα, tempering => σκλήρυνση, temperer => συσκευή διατήρησης θερμοκρασίας, tempered => θερμικός, temperature unit => Μονάδα θερμοκρασίας,