FAQs About the word tempestivily

έγκαιρα

The quality, or state, of being tempestive; seasonableness.

No synonyms found.

No antonyms found.

tempestive => έγκαιρος, tempest => καταιγίδα, tempering => σκλήρυνση, temperer => συσκευή διατήρησης θερμοκρασίας, tempered => θερμικός,