FAQs About the word strangling

Definition not available

the act of suffocating (someone) by constricting the windpipe

ασφυξία,πνιγμός.,ασφυκτικός,αποπνικτικός,ασφυκτικός,ασφυκτικός,Καταστροφικός,αποστολή,κοπή,στραγγαλισμός

αναπνοή,λήγει,εισπνοή,εκπνοή,εμπνευσμένος,αναβιωτικό,αναζωογονώντας

strangles => στραγγαλιές, strangler tree => Απαγχονιστικό δέντρο, strangler fig => Σύκο, strangler => στραγγαλιστής, stranglehold => Πνιγμό,