Greek Meaning of slaking
σβήσιμο
Other Greek words related to σβήσιμο
Nearest Words of slaking
Definitions and Meaning of slaking in English
slaking (p. pr. & vb. n.)
of Slake
FAQs About the word slaking
σβήσιμο
of Slake
σκλήρυνση,ικανοποιητικό,καταπραϋντικό,χορταστικός,χορταστικό,Catering (σε),ικανοποιητικός,χιούμορ,επιδοθή,αστραπή
διεγερτικός,συναρπαστικός,διεγερτικό,πικάν,δελεαστικός,πειράγματα
slakin => τεμπέλης, slakeless => ακοίμητος, slaked lime => Σβησμένος ασβέστης, slaked => σβησμένο, slake => σβήνω,