FAQs About the word slalom

Σλάλομ

a downhill race over a winding course defined by upright poles, race on skis around obstacles

Πάπια,υφαίνει,αποφεύγω,,παράκαμψη,ολίσθηση,σειρά,Ζιγκ-ζαγκ,αποφεύγω,εκτρέπω

No antonyms found.

slaking => σβήσιμο, slakin => τεμπέλης, slakeless => ακοίμητος, slaked lime => Σβησμένος ασβέστης, slaked => σβησμένο,