Greek Meaning of sited
εντοπισμένος
Other Greek words related to εντοπισμένος
Nearest Words of sited
Definitions and Meaning of sited in English
sited (a.)
Having a site; situated.
FAQs About the word sited
εντοπισμένος
Having a site; situated.
τοποθετημένος,αγκυροβολημένος,σταθεροποιημένο,ενσωματωμένο,εδραιωμένος,ενσωματωμένο,εμφυτευμένο,οχυρωμένος,καταλύει,αραγμένος
ξεκαθαρισμένο,σχεδίασε,αφαιρέθηκε,έβγαλε,αποσύρθηκε,κόβω,μετατοπίστηκε,εξαγόμενος,τραβηγμένο,αφηρημένος
site visit => Επίσκεψη στο χώρο, site => ιστότοπος, sit-down strike => Καθιστική διαμαρτυρία, sit-down => Κάτσε κάτω, sitcom => σειρά κατάστασης,