Greek Meaning of drew off

αντλήθηκε μακριά

Other Greek words related to αντλήθηκε μακριά

Definitions and Meaning of drew off in English

drew off

to move apart or ahead, remove, withdraw

FAQs About the word drew off

αντλήθηκε μακριά

to move apart or ahead, remove, withdraw

στραγγισμένος,ανεβασμένος,πατημένος,αιμορραγία,καθαρισμένος,συντάχθηκε,αδειασμένος,εκκενωμένος,σιφωνιάζω,σιφονισμένος

γεμάτος,λούστηκα,κατακλύζω,έβρεξε,Μουσκέματος,πνιγμένος,πλημμυρισμένος,πλημμυρισμένος,υπερχειλισμένος,βρεγμένος

drew in => σκίτσαρε, drew a conclusion => Έβγαλε ένα συμπέρασμα, drew (off) => αποσύρθηκε (έξω), dressings => Επιθέματα, dressing-down => Επίπληξη,