Greek Meaning of sentimentally
συναισθηματικά
Other Greek words related to συναισθηματικά
- αηδής
- τετριμμένος
- ασαφής
- κολλώδες
- δακρύβρεχτος
- λιγούρης
- χυλώδης
- Σακχαρίνη
- δακρύβρεχτος
- μελό
- απρόσεκτος
- μουσκεμένος
- κολλώδης
- ζαχαρώδης
- βρεγμένος
- Κουτί με σοκολάτες
- ονειρικός
- σταλαγματιώδης
- Καλό αίσθημα
- φρουτώδης
- ερωτευμένος
- Μελοδραματικός
- σεληνιακός
- νοσταλγικός
- μυθιστορηματικός
- Γρανίτα (granita)
- σούπα
- μελό
- συναισθηματικός
- Ζαχαρωμένος
- χαριτωμένος
- άνοστος
- δακρυσμένος
- σαπουνόπερας
- σαπουνάδα
- μαλακό βραστό
- με λαμπερά μάτια
- αφρώδης
- άνοστος
- γλυκόπικρος
- αδιάφορος
- Υδαρής
Nearest Words of sentimentally
- sentimentalize => συναισθηματοποιώ
- sentimentalization => Sentimentalization
- sentimentality => συναισθηματικότητα
- sentimentalist => συναισθηματικός
- sentimentalism => συναισθηματισμός
- sentimentalise => συναισθηματικά
- sentimentalisation => Συναισθηματική πολικότητα
- sentimental => Συναισθηματικός
- sentiment => συναίσθημα
- sentiently => αισθητά
Definitions and Meaning of sentimentally in English
sentimentally (r)
in a sentimental manner
sentimentally (adv.)
In a sentimental manner.
FAQs About the word sentimentally
συναισθηματικά
in a sentimental mannerIn a sentimental manner.
αηδής,τετριμμένος,ασαφής,κολλώδες,δακρύβρεχτος,λιγούρης,χυλώδης,Σακχαρίνη,δακρύβρεχτος,μελό
κυνικός,ασυναισθητος,ατόφιος,ακατέργαστος,Αντιαισθηματικός,σκληρός,πεισματάρης
sentimentalize => συναισθηματοποιώ, sentimentalization => Sentimentalization, sentimentality => συναισθηματικότητα, sentimentalist => συναισθηματικός, sentimentalism => συναισθηματισμός,