Greek Meaning of sentiently

αισθητά

Other Greek words related to αισθητά

Definitions and Meaning of sentiently in English

Webster

sentiently (adv.)

In a sentient or perceptive way.

FAQs About the word sentiently

αισθητά

In a sentient or perceptive way.

ενήμερος,συνειδητός,ζωντανός,ανήσυχος,συνειδητός,ενσυνείδητος,προσεκτικός,ε разумный,Εμπορεύματα,συναγερμός

ανυποψίαστος,εν αγνοία,Αναίσθητος,απρόσεκτος (aprósektos),άθελά του,απρόσεκτος,απρόσεκτος,απρόσεκτος,αναίσθητος,ανόητος

sentient => Αισθαντικό, sentiency => ευαισθησία, sentience => Αίσθηση, senteur => Οσμή, sentery => φρουρός,