Greek Meaning of sensitizing
sensitizing
Other Greek words related to sensitizing
Nearest Words of sensitizing
- sensitometer => Εμπειριομέτρησης
- sensitory => αισθητηριακός
- sensive => ευαίσθητος
- sensor => αισθητήρας
- sensoria => αισθητήρια
- sensorial => αισθητήριος
- sensories => αισθητήρια
- sensorimotor => αισθητικοκινητικός
- sensorimotor area => Αισθητικοκινητική περιοχή
- sensorimotor region => αισθητικοκινητική περιοχή
Definitions and Meaning of sensitizing in English
sensitizing (n)
rendering an organism sensitive to a serum by a series of injections
sensitizing (a)
making susceptible or sensitive to either physical or emotional stimuli
FAQs About the word sensitizing
Definition not available
rendering an organism sensitive to a serum by a series of injections, making susceptible or sensitive to either physical or emotional stimuli
μαλάκωμα,εξαντλητικό,αποδυναμωτικό,εξαντλητικός,υπονομεύω,εξασθένιση,αναπηρικός,εξουθενωτικό,εμποδίζω,ανικανό να εκτελέσει
ρύθμιση,αναιμικότητα,ενδυναμωτικός,σκλήρυνση,ενδυνάμωση,σκλήρυνση,προσαρμογή,προσαρμοστικός,αποδίδοντας,καρύκευμα
sensitizer => ευαισθητοποιητής, sensitized => Εφαρμοσμένο, sensitize => ευαισθητοποιώ, sensitization => Ευαισθητοποίηση, sensitivity => ευαισθησία,