Greek Meaning of royally
βασιλικά
Other Greek words related to βασιλικά
Nearest Words of royally
- royalize => βασιλικός
- royalization => βασιλεία
- royalist => βασιλικός
- royalism => Βασιλικός
- royalet => Βασιλικός
- royal velvet plant => Βασιλικό βελούδινο φυτό
- royal tennis => Royal tennis
- royal stag => Ελάφι ευγενές
- royal spade => Μπαστούνι
- royal society of london for improving natural knowledge => Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου για τη βελτίωση της φυσικής γνώσης
Definitions and Meaning of royally in English
royally (r)
in a royal manner
royally (adv.)
In a royal or kingly manner; like a king; as becomes a king.
FAQs About the word royally
βασιλικά
in a royal mannerIn a royal or kingly manner; like a king; as becomes a king.
αριστοκρατικός,βασιλικός, βασιλιάς,αυτοκρατορικός,επιβλητικός,βασιλικός,υπέροχος,μοναρχικός,μοναρχικός,μοναρχικός,μοναρχικός
μέσος,κοινός,ταπεινός,ταπεινός,σεμνός,συνηθισμένος,αδιάφορος,ταπεινός,μέση τιμή,μέτριος
royalize => βασιλικός, royalization => βασιλεία, royalist => βασιλικός, royalism => Βασιλικός, royalet => Βασιλικός,