Greek Meaning of reenacting
reenacting
Other Greek words related to reenacting
- διαπράττοντας
- απεικονίζοντας
- Εκτελείται
- διαπραγμάτευση
- αποδίδει
- διωκτικός
- Αναψυκτικός
- επιτυγχάνοντας
- επιτυγχάνοντας
- μεταφορά
- πραγματοποιώντας
- κάνει
- ικανοποιητικό
- κατασκευή
- διαπράττων
- Τράβηγμα
- συνδέοντας
- αντιγράφοντας
- επανεφεύρεση
- επαναλαμβανόμενος
- εκπροσώπηση
- επαναλαμβανόμενος
- φέρνοντας off
- αρκετός
- δραματοποιώντας
- αντιγραφή
- ψήφιση
- παρακολούθηση (με)
- επανεκτέλεση
- επαναλαμβανόμενος
- επαναδημιουργία
- απόδοση
- ανανέωση
- πολλαπλασιασμός
- Παιχνίδι ρόλων
- Ερμηνεία ρόλων
Nearest Words of reenacting
- reencounter => Επανασύνδεση
- re-encountered => Επανσυνάντησε
- re-encountering => επανασυνάντηση
- reenergize => αναζωογονώ
- reenergized => επανενεργοποιημένος
- re-energized => αναζωογονημένος
- reenergizing => reenergizing
- re-energizing => επανενεργοποίηση
- reenforced => ενισχυμένο
- reenforcing => ενισχυτικός
Definitions and Meaning of reenacting in English
reenacting
to enact (something, such as a law) again, to enact again, to repeat the actions of (an earlier event or incident), to act or perform again, to perform again
FAQs About the word reenacting
Definition not available
to enact (something, such as a law) again, to enact again, to repeat the actions of (an earlier event or incident), to act or perform again, to perform again
διαπράττοντας,απεικονίζοντας,Εκτελείται,διαπραγμάτευση,αποδίδει,διωκτικός,Αναψυκτικός,επιτυγχάνοντας,επιτυγχάνοντας,μεταφορά
No antonyms found.
reenacted => επανακαθιερώθηκε, re-employments => επαναπροσλήψεις, reemployments => Επαναπροσλήψεις, reemployment => Επαναπρόσληψη, re-employing => Επανάπροσληψη,