Greek Meaning of ratting
ποντίκι
Other Greek words related to ποντίκι
- ανακοινώνω
- προδοτικός
- κουβέντα
- εκπομπή
- επικοινωνία
- δηλώνοντας
- Αποκάλυψη
- εκθέτω
- Ενημέρωση
- διαρροή
- αποκαλυπτικός
- παροιμία
- τρίξιμο
- ομιλώντας
- κουτσομπολιό
- λέγοντας
- προειδοποίηση
- διακηρύσσοντας
- διαρροή
- Αποδεκτός
- σπάσιμο
- αναπνοή
- επιβεβαιώνοντας
- αποκάλυψη
- imparting
- έκδοση
- αναγνωρίζοντας
- Εκφόρτωση
- ψίθυρος
- υποχωρητικός
- που δίνεται μακριά
- Ενημέρωση (για)
- αναγνωριστικός
- παραδεχόμενοι
- επιβεβαιωτικός
- Συμφωνία
- επιτρέποντας
- ομολογώντας
- παραδεχόμενος
- παραχώρηση
- ομολογώντας
- αποκάλυψη
- εξομολογούμενος
- ελάφρυνση
- ιδιοκτήτης (έως)
- ανακούφιση
- σοφότερος
Nearest Words of ratting
Definitions and Meaning of ratting in English
ratting (n)
to furnish incriminating evidence to an officer of the law (usually in return for favors)
ratting (p. pr. & vb. n.)
of Rat
ratting (n.)
The conduct or practices of one who rats. See Rat, v. i., 1.
ratting (v. i.)
The low sport of setting a dog upon rats confined in a pit to see how many he will kill in a given time.
FAQs About the word ratting
ποντίκι
to furnish incriminating evidence to an officer of the law (usually in return for favors)of Rat, The conduct or practices of one who rats. See Rat, v. i., 1., T
ανακοινώνω,προδοτικός,κουβέντα,εκπομπή,επικοινωνία,δηλώνοντας,Αποκάλυψη,εκθέτω,Ενημέρωση,διαρροή
αρνούμενος,Απαγορεύει,αποποιούμενος,αντιφατικός,απόκρυψη,αποκηρύσσοντας,αποκήρυξη,αμφισβητώντας,κρύβοντας,αρνητικός
rattinet => ρατινέ, rattigan => Ράτιγκαν, ratter => Αρπακτικό, ratten => Αρουραίοι, ratteen => Ρατίνη,