Greek Meaning of peculating

υπεξαίρεση

Other Greek words related to υπεξαίρεση

Definitions and Meaning of peculating in English

Webster

peculating (p. pr. & vb. n.)

of Peculate

FAQs About the word peculating

υπεξαίρεση

of Peculate

προσαρτώντας,ιδιοποίηση,αλαζόνας,συνδέω,διεκδικώντας,δημεύω,μετατροπή,υπεξαίρεση,απαλλοτριώνοντας,παρανοώντας

No antonyms found.

peculated => υπεξαιρεθεί, peculate => υπεξαίρεση, pecularizing => παράξενος, pecularized => παράξενος, pecul => πίκουλ,