Greek Meaning of nescient
nescient
Other Greek words related to nescient
Nearest Words of nescient
- nescience => Άγνοια
- nervy => θαρραλέος
- nervus vestibulocochlearis => Νεύρο ακουστικό-επιβλητικό
- nervus vagus => Νεύρο πνευμονογαστρικό
- nervus ulnaris => Ωλένιος
- nervus trigeminus => Τρίδυμο νεύρο
- nervus saphenus => Σαφηνής νεύρο
- nervus radialis => Κερκιδικός νεύρος
- nervus phrenicus => Νεύρο του διαφράγματος
- nervus opticus => Οπτικό νεύρο
Definitions and Meaning of nescient in English
nescient (s)
holding that only material phenomena can be known and knowledge of spiritual matters or ultimate causes is impossible
uneducated in general; lacking knowledge or sophistication
FAQs About the word nescient
Definition not available
holding that only material phenomena can be known and knowledge of spiritual matters or ultimate causes is impossible, uneducated in general; lacking knowledge
ανυποψίαστος,εν αγνοία,Άσχετος,στο σκοτάδι,Άγνωστος,αθώος,Αναίσθητος,απληροφόρητος,άθελά του,απρόσεκτος (aprósektos)
γνωστός,ενήμερος,συνειδητός,συνειδητός,εξοικειωμένος,προσγειωμένος-η,ενημερωμένος,γνώση,ενσυνείδητος,μορφωμένος
nescience => Άγνοια, nervy => θαρραλέος, nervus vestibulocochlearis => Νεύρο ακουστικό-επιβλητικό, nervus vagus => Νεύρο πνευμονογαστρικό, nervus ulnaris => Ωλένιος,