Greek Meaning of negativeness
αρνητικότητα
Other Greek words related to αρνητικότητα
- επιζήμιος
- εχθρικός
- δυσμενής
- αντίπαλος
- ανταγωνιστικός
- αντιπαθητικός
- Αντιφατικό
- Αμφιλεγόμενος
- αντίθετος
- εχθρικός
- εχθρικός
- ίκτερος
- μαχητής
- θνητός
- αντίθετο
- ανεπιθύμητος
- δυσάρεστος
- ανανταγωνιστικό
- adversarial
- πικρόχολος
- αντικοινωνικός
- επιχειρηματικός
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- προκατειλημμένος
- πικρός
- συγκρουόμενο
- κρύος
- μαχητικός
- κουλ
- δυσάρεστος
- αποδοκιμαστικός
- Αγενής
- φιλονικητής
- μακρινό
- κρύο
- παγωμένος
- αναιδής
- αγενής
- αναίσθητος
- κακόβουλος
- κακόβουλος
- κακοήθης
- Κακοήθης
- ντροπιαστικός
- προκατειλημμένος
- μαχητικός
- φιλονικός
- μνησίκακος
- αντιστάμενο
- Αγενής
- φτωχό
- κακεντρεχής
- μουρτζούφλης
- άγριος
- άξεστος
- αγενής
- χωρίς αγάπη
- αγενής
- ακοινώνητος
- εκδικητικός
- Ιογενής
- πολιτικός
- φιλικός
- φιλόξενος
- ευχάριστος
- συμπαθής
- ζεστός
- Αποδεκτός
- Φιλικός
- στοργικός
- φιλικός
- φιλικός
- καλοήθης
- φιλικός
- Φιλικός
- φιλικός
- αφοσιωμένος
- ευνοϊκή
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- φιλεύσπλαχνος
- κοινωνικός
- ευγενικός
- παρακαλώ
- αγαπώντας
- φιλικός
- ωραίο
- κοινωνικός
- γλυκό
- μη ανταγωνιστικός
- μη εχθρικός
- ευχάριστος
- συντροφικός
- συμπονετικός
- Καλοσυνάτος
- κατανόηση
- φιλόξενος
Nearest Words of negativeness
- negatively charged => αρνητικά φορτισμένο
- negatively => αρνητικά
- negatived => αρνητικό
- negative stimulus => Αρνητικό ερέθισμα
- negative stimulation => Αρνητικό ερέθισμα
- negative reinforcing stimulus => Αρνητικό επομαστικό ερέθισμα
- negative reinforcer => Αρνητική ενίσχυση
- negative pole => αρνητικός πόλος
- negative muon => Αρνητικό μιόνιο
- negative magnetic pole => Αρνητικός μαγνητικός πόλος
Definitions and Meaning of negativeness in English
negativeness (n)
the character of the negative electric pole
characterized by habitual skepticism and a disagreeable tendency to deny or oppose or resist suggestions or commands
an amount less than zero
negativeness (n.)
Alt. of Negativity
FAQs About the word negativeness
αρνητικότητα
the character of the negative electric pole, characterized by habitual skepticism and a disagreeable tendency to deny or oppose or resist suggestions or command
επιζήμιος,εχθρικός,δυσμενής,αντίπαλος,ανταγωνιστικός,αντιπαθητικός,Αντιφατικό,Αμφιλεγόμενος,αντίθετος,εχθρικός
πολιτικός,φιλικός,φιλόξενος,ευχάριστος,συμπαθής,ζεστός,Αποδεκτός,Φιλικός,στοργικός,φιλικός
negatively charged => αρνητικά φορτισμένο, negatively => αρνητικά, negatived => αρνητικό, negative stimulus => Αρνητικό ερέθισμα, negative stimulation => Αρνητικό ερέθισμα,