Greek Meaning of moron
moron
Other Greek words related to moron
- κουτόφραγκος
- Μπλόκχεντ
- κλόουν
- γάιδαρος
- ναρκωτικό
- κούκλα
- ανόητος
- γκόλεμ
- μπάχαλος
- σκληρό κεφάλι
- Δεν γνωρίζω τίποτα
- μπουκακίνο
- τρελός
- Σκυλί διασταύρωσης
- φυσικός
- Νιμρόδ
- καταπλήσσω
- Γαλοπούλα
- Φουσκωτός
- Νταμ-νταμ
- αλήτης
- Θηρίο
- μυαλό πουλιού
- Σούλα (Soula)
- παχύδερμος
- Γελωτοποιός
- CAD
- Θρόμβος
- κακαρίζω
- κλαγκ
- μπουσουλώ
- καμπίνα
- Νεκροκεφαλή
- βουτάω
- Ντόντο
- Αλτήρας
- Χήνος
- κοιτάζω
- Χήνα
- Σφυροκέφαλος
- φτέρνα
- Καρέτα-καρέτα
- τρελός
- εξόγκωμα
- τρελός
- μητέρα
- Φλυτζάνι
- νίννιχαμμερ
- κόνιδα
- νεύμα
- μακαρόνια
- Παξιμάδι
- Αφηρημένος
- σκάντζοχοιρος
- Φίδι
- βρωμύλος
- απόθεμα
- κακός
- γιο-γιο
- τρελός
- Κεφάλι σούπας
- cuddlie
- Αμυδρός λαμπτήρας
- αλήτης
- Απρόσεκτος
- Ξύλινο κεφάλι
Nearest Words of moron
- morology => Μορολογία
- morocco => Μαρόκο
- moroccan monetary unit => Μαροκινή νομισματική μονάδα
- moroccan dirham => Μαροκινό ντιρχάμ
- moroccan => μαροκινός
- moro reflex => αντανακλαστικό του Μόρο
- moro islamic liberation front => Μέτωπο Ισλαμικής Απελευθέρωσης των Μόρο
- moro => Μορό
- mornward => το πρωί
- morningtide => πρωινό
Definitions and Meaning of moron in English
moron (n)
a person of subnormal intelligence
a city in Argentina, to the west of Buenos Aires
moron (n.)
A person whose intellectual development proceeds normally up to about the eighth year of age and is then arrested so that there is little or no further development.
An inferior olive size having a woody pulp and a large clingstone pit, growing in the mountainous and high-valley districts around the city of Moron, in Spain.
FAQs About the word moron
Definition not available
a person of subnormal intelligence, a city in Argentina, to the west of Buenos AiresA person whose intellectual development proceeds normally up to about the ei
κουτόφραγκος,Μπλόκχεντ,κλόουν,γάιδαρος,ναρκωτικό,κούκλα,ανόητος,γκόλεμ,μπάχαλος,σκληρό κεφάλι
Εγκέφαλος,διάνοια,Διάννοια,διανοούμενος,σοφός,στοχαστής,πολυμάθης,Αναγεννησιακός άνθρωπος,φυτό,μάγος
morology => Μορολογία, morocco => Μαρόκο, moroccan monetary unit => Μαροκινή νομισματική μονάδα, moroccan dirham => Μαροκινό ντιρχάμ, moroccan => μαροκινός,