Greek Meaning of lustiness

lustiness

Other Greek words related to lustiness

Definitions and Meaning of lustiness in English

Wordnet

lustiness (n)

the property of being strong and healthy in constitution

Webster

lustiness (n.)

State of being lusty; vigor; strength.

FAQs About the word lustiness

Definition not available

the property of being strong and healthy in constitutionState of being lusty; vigor; strength.

φωτεινότητα,Ζωντάνια,ευθυμία,ενθουσιασμός,υπερβολή,ζωηρότητα,ζωηρότητα,ζωντάνια,ζωτικότητα,Ζωηρότητα

Αναιμία,αδράνεια,οκνηρία,οκνηρία,λήθαργος,αψυχία,κούραση,απάθεια,ανία,απαρέγκλιτη αταραξία

lustily => ζωηρά, lustihood => ορμητικότητα, lustihead => Δεν υπάρχει άμεση μετάφραση, lustfully => επιθυμητικά, lusterware => Εφυαλωμένη κεραμική,