Greek Meaning of spiritlessness
ατονία
Other Greek words related to ατονία
- απαρέγκλιτη αταραξία
- οκνηρία
- Λήθαργος
- οκνηρία
- λήθαργος
- χαλαρότητα
- απάθεια
- υπνηλία
- νωθρότητα
- νωθρότητα
- λήθαργος
- κούραση
- νωθρότητα
- απάθεια
- Μπλουζ
- απογοήτευση
- αδράνεια
- αψυχία
- Λύπη
- Θλίψη
- Δυστυχία
- Θλίψη
- μελανιά
- σκοτάδι
- κατάθλιψη
- απογοήτευση
- θλίψη
- Απομόνωση
- μελαγχολία
- μελαγχολία
- Αχαρά
- Πένθος
- παράπονο
- συμφορά
- λυπηρότητα
Nearest Words of spiritlessness
- spiritous => αλκοολούχο
- spirits => πνεύματα
- spirits of ammonia => Ύδωρ αμμωνίας
- spirits of wine => Αιθυλική αλκοόλη
- spiritual => πνευματικός
- spiritual being => πνευματικό ον
- spiritual bouquet => Πνευματική ανθοδέσμη
- spiritual domain => Πνευματικός τομέας
- spiritual jewel => Πνευματικό κόσμημα
- spiritual leader => Πνευματικός ηγέτης
Definitions and Meaning of spiritlessness in English
spiritlessness (n)
the trait of lacking enthusiasm for or interest in things generally
FAQs About the word spiritlessness
ατονία
the trait of lacking enthusiasm for or interest in things generally
απαρέγκλιτη αταραξία,οκνηρία,Λήθαργος,οκνηρία,λήθαργος,χαλαρότητα,απάθεια,υπνηλία,νωθρότητα,νωθρότητα
Κινούμενα σχέδια,φωτεινότητα,ευθυμία,ζάλη,χαρά, ευθυμία,ζωηρότητα,πνεύμα,Ζωηρότητα,ζητωκραυγές,προθυμία
spiritless => άψυχος, spiritize => πνευματοποιώ, spiritism => σπιριτισμός, spiritise => πνευματοποιώ, spiritedness => ζωντάνια,