Greek Meaning of spiritual jewel
Πνευματικό κόσμημα
Other Greek words related to Πνευματικό κόσμημα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of spiritual jewel
- spiritual domain => Πνευματικός τομέας
- spiritual bouquet => Πνευματική ανθοδέσμη
- spiritual being => πνευματικό ον
- spiritual => πνευματικός
- spirits of wine => Αιθυλική αλκοόλη
- spirits of ammonia => Ύδωρ αμμωνίας
- spirits => πνεύματα
- spiritous => αλκοολούχο
- spiritlessness => ατονία
- spiritless => άψυχος
- spiritual leader => Πνευματικός ηγέτης
- spiritual rebirth => Πνευματική αναγέννηση
- spiritual world => Πνευματικός κόσμος
- spiritualisation => εκπνευματισμός
- spiritualise => πνευματοποιώ
- spiritualism => σπιριτουαλισμός
- spiritualist => Πνευματιστής
- spiritualistic => πνευματιστικός
- spirituality => πνευματικότητα
- spiritualization => πνευματοποίηση
Definitions and Meaning of spiritual jewel in English
spiritual jewel (n)
a member of the Taoist Trinity; identified with Lao-tse
FAQs About the word spiritual jewel
Πνευματικό κόσμημα
a member of the Taoist Trinity; identified with Lao-tse
No synonyms found.
No antonyms found.
spiritual domain => Πνευματικός τομέας, spiritual bouquet => Πνευματική ανθοδέσμη, spiritual being => πνευματικό ον, spiritual => πνευματικός, spirits of wine => Αιθυλική αλκοόλη,