Greek Meaning of vapidity
ανοησία
Other Greek words related to ανοησία
Nearest Words of vapidity
Definitions and Meaning of vapidity in English
vapidity (n)
the quality of being vapid and unsophisticated
vapidity (n.)
The quality or state of being vapid; vapidness.
FAQs About the word vapidity
ανοησία
the quality of being vapid and unsophisticatedThe quality or state of being vapid; vapidness.
ανία,ανία,Ανία,Ανοστιά,Ανία,Αναιμία,απάθεια,απαρέγκλιτη αταραξία,Λήθαργος,οκνηρία
Κινούμενα σχέδια,Ζωντάνια,άνωση,υπερβολή,ζωηρότητα,Ανθεκτικότητα,ζωηρότητα,ζωντάνια,ζωτικότητα,ζωντάνια
vapid => αδιάφορος, vap => vap, vanzetti => Βαντσέττι, vanward => προς τα εμπρός, vanuatu => Βανουάτου,