Greek Meaning of anemia

Αναιμία

Other Greek words related to Αναιμία

Definitions and Meaning of anemia in English

Wordnet

anemia (n)

a deficiency of red blood cells

a lack of vitality

genus of terrestrial or lithophytic ferns having pinnatifid fronds; chiefly of tropical America

FAQs About the word anemia

Αναιμία

a deficiency of red blood cells, a lack of vitality, genus of terrestrial or lithophytic ferns having pinnatifid fronds; chiefly of tropical America

οκνηρία,οκνηρία,λήθαργος,υπνηλία,νωθρότητα,αναιμία,απάθεια,ανία,αδράνεια,Λήθαργος

Κινούμενα σχέδια,Ζωντάνια,υπερβολή,ζωηρότητα,Ανθεκτικότητα,ζωηρότητα,ζωντάνια,ζωτικότητα,ζωντάνια,φωτεινότητα

anelectrotonus => Ανελεκτροτονία, anelectrode => άνοδος, anelectric => Αν ηλεκτρικός, anele => ανιλίνη, anelace => κυνηγός,