Greek Meaning of lunkheads

lunkheads

Other Greek words related to lunkheads

Definitions and Meaning of lunkheads in English

lunkheads

a stupid or dull-witted person

FAQs About the word lunkheads

Definition not available

a stupid or dull-witted person

ντιπς,ερπετά,γαϊδούρια,κούκλες,χήνες,Σκληροί,Διαφωνίες,Νόδι,μετοχές,Γαλοπούλα

τζίνι,ιδιοφυΐες,εγκέφαλοι,Διανοούμενοι,διανοούμενοι,σοφοί,στοχαστές,μάγοι,πολυμαθείς,Άνδρες της Αναγέννησης

luncheons => μεσημεριανά γεύματα, luncheonette => εστιατόριο, lunch time => ώρα μεσημεριανού, lunch counter => μαγειρείο, lunatics => τρελοί,