Greek Meaning of jointed

Ενάρθρος

Other Greek words related to Ενάρθρος

Definitions and Meaning of jointed in English

Wordnet

jointed (s)

having joints or jointed segments

Webster

jointed (imp. & p. p.)

of Joint

Webster

jointed (a.)

Having joints; articulated; full of nodes; knotty; as, a jointed doll; jointed structure.

FAQs About the word jointed

Ενάρθρος

having joints or jointed segmentsof Joint, Having joints; articulated; full of nodes; knotty; as, a jointed doll; jointed structure.

συνεργατικός,συλλογικός,συνδυασμένος,κοινοτικός,αμοιβαίος,διμερής,κοινός,συντονισμένος,κοινό,σύνδεσμο

αποκλειστικός,άτομο,ένας άντρας,προσωπικός,ιδιωτικό,διάφορα,ανύπαντρος,Μόνος,μοναχικός,μονόπλευρη

joint venture => Κοινή Επιχείρηση, joint snake => φίδι, joint return => Ενιαία δήλωση, joint resolution => κοινή απόφαση, joint probability => Κοινή πιθανότητα,