Greek Meaning of immortalizing
αθανάτισε
Other Greek words related to αθανάτισε
Nearest Words of immortalizing
Definitions and Meaning of immortalizing in English
immortalizing (p. pr. & vb. n.)
of Immortalize
FAQs About the word immortalizing
αθανάτισε
of Immortalize
Γιορτάζω,τιμητικό,διηνεκής,αιωνιοποίηση,τιμητικός,αναμνηστικό,διατηρητέο,διατήρησης,υπερασπίζοντας,εγκιβωτίζοντας
συντριπτικός,Καταστροφικός,κατάσβεση,βάζω έξω,εξολοθρευτικός,αποδεκατισμός,κατεδάφιση,καταστροφικός,εξάλειψη,σβήσιμο
immortalized => αθανάτισε, immortalize => αθανατίζω, immortalization => Αθανατοποίηση, immortality => αθανασία, immortalities => αθανασίες,