FAQs About the word immortalization

Αθανατοποίηση

The act of immortalizing, or state of being immortalized.

γιορτάζω,τιμώ,{αιωνιοποιώ},διαιωνίζω,τιμή,τιμάω,διατηρώ,διατηρώ,Αμύνω,αφιερώνω

μεζούρα,σβήνω,σβήνω,εξαλείφω,σβήνω,εξαλείφω,σβήνω,σβήνω,Αποδεκατίζω,διαγράφω

immortality => αθανασία, immortalities => αθανασίες, immortalist => αθάνατος, immortalise => απαθανατίζω, immortal => αθάνατος,