Greek Meaning of imbalanced

ανισόρροπος

Other Greek words related to ανισόρροπος

Definitions and Meaning of imbalanced in English

Wordnet

imbalanced (a)

being or thrown out of equilibrium

FAQs About the word imbalanced

ανισόρροπος

being or thrown out of equilibrium

αντίθεση,διαφορά,διακριτότητα,διακριτότητα,ανισότητα,διαφωνία,διαφορά,ανισότητα,δυσαναλογία,Ανομοιότητα

σύμφωνα με,συμφωνία,συμμόρφωση,συμβατότητα,αλληλογραφία,Ισότητα,ισοδυναμία,ταυτότητα,παραλληλισμός,αναλογία

imbalance => ανισορροπία, imavate => imavate, imaum => ιμάμης, imaret => Χάνι, iman => Πίστη,