Greek Meaning of ignoramus
ignoramus
Other Greek words related to ignoramus
- κουτόφραγκος
- μυαλό πουλιού
- Μπλόκχεντ
- κλόουν
- κακαρίζω
- κλαγκ
- Νεκροκεφαλή
- βουτάω
- Ντόντο
- γάιδαρος
- ναρκωτικό
- κούκλα
- ανόητος
- γκόλεμ
- μπάχαλος
- Σφυροκέφαλος
- σκληρό κεφάλι
- Δεν γνωρίζω τίποτα
- μπουκακίνο
- τρελός
- Σκυλί διασταύρωσης
- φυσικός
- Νιμρόδ
- καταπλήσσω
- Γαλοπούλα
- Φουσκωτός
- Κεφάλι σούπας
- Νταμ-νταμ
- αλήτης
- Θηρίο
- Σούλα (Soula)
- παχύδερμος
- Γελωτοποιός
- CAD
- Θρόμβος
- μπουσουλώ
- καμπίνα
- μίγμα
- Αλτήρας
- Χήνος
- κοιτάζω
- Χήνα
- φτέρνα
- Καρέτα-καρέτα
- τρελός
- εξόγκωμα
- τρελός
- μητέρα
- Φλυτζάνι
- νίννιχαμμερ
- κόνιδα
- νεύμα
- μακαρόνια
- Παξιμάδι
- Αφηρημένος
- σκάντζοχοιρος
- Φίδι
- βρωμύλος
- απόθεμα
- κακός
- γιο-γιο
- τρελός
- cuddlie
- Αμυδρός λαμπτήρας
- μια ελαφρόμυαλη
- αλήτης
- Απρόσεκτος
- Ξύλινο κεφάλι
Nearest Words of ignoramus
- ignorance => Άγνοια
- ignorantism => Άγνοια
- ignorantness => αμάθεια
- ignoratio elenchi => ignoratio elenchi
- ignoring => αγνοώντας
- ignoscible => ασυγχώρητος
- ignote => Άγνωστος
- igor fyodorovich stravinsky => Ίγκορ Φιοντόροβιτς Στραβίνσκι
- igor ivanovich sikorsky => Ίγκορ Ιβάνοβιτς Σικόρσκι
- igor sikorsky => Ίγκορ Σικόρσκι
Definitions and Meaning of ignoramus in English
ignoramus (n)
an ignorant person
ignoramus (n.)
We are ignorant; we ignore; -- being the word formerly written on a bill of indictment by a grand jury when there was not sufficient evidence to warrant them in finding it a true bill. The phrase now used is, No bill, No true bill, or Not found, though in some jurisdictions Ignored is still used.
A stupid, ignorant person; a vain pretender to knowledge; a dunce.
FAQs About the word ignoramus
Definition not available
an ignorant personWe are ignorant; we ignore; -- being the word formerly written on a bill of indictment by a grand jury when there was not sufficient evidence
κουτόφραγκος,μυαλό πουλιού,Μπλόκχεντ,κλόουν,κακαρίζω,κλαγκ,Νεκροκεφαλή,βουτάω,Ντόντο,γάιδαρος
Εγκέφαλος,διάνοια,Διάννοια,διανοούμενος,σοφός,στοχαστής,πολυμάθης,Αναγεννησιακός άνθρωπος,φυτό,μάγος
ignomy => ατιμία, ignominy => Ατιμία, ignominiousness => ατιμία, ignominiously => Ντροπιαστικά, ignominious => ταπεινωτικός,