Greek Meaning of finespun
λεπτό
Other Greek words related to λεπτό
- λεπτός
- καλό
- ωραίο
- λεπτός
- λεπτό
- ακριβές
- σχολαστικός
- εκλεπτυσμένος
- αποχρωματισμένο
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- επιτηδευμένος
- δύσκολος
- επιλεκτικός
- φρίβολος
- επιλεκτικός
- Γραμμή μαλλιών
- Τρίχα τη βελόν
- Ασημαντος
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- αμελητέος
- ιδιαίτερο
- ασήμαντος
- επιλεκτικός
- ασήμαντο
- καβγάς
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- τσιγκουνιά
Nearest Words of finespun
Definitions and Meaning of finespun in English
finespun (s)
developed with extreme delicacy and subtlety
developed in excessively fine detail
finespun (a.)
Spun so as to be fine; drawn to a fine thread; attenuated; hence, unsubstantial; visionary; as, finespun theories.
FAQs About the word finespun
λεπτό
developed with extreme delicacy and subtlety, developed in excessively fine detailSpun so as to be fine; drawn to a fine thread; attenuated; hence, unsubstantia
λεπτός,καλό,ωραίο,λεπτός,λεπτό,ακριβές,σχολαστικός,εκλεπτυσμένος,αποχρωματισμένο,απαιτητικός
φαινομενικός,Ευρύς,σαφής,Χοντρός,εμφανής,Ανεπαρκής,φανερός,προφανής,απτός,απλός
fines herbes => Fines herbes, finery => στολίδι, finer => πιο λεπτός, fineness => λεπτότητα, finely => λεπτομερώς,