FAQs About the word finer

πιο λεπτός

(comparative of `fine') greater in quality or excellenceOne who fines or purifies.

σκονισμένος,λείο,φιλτραρισμένο,αλευρώδης,πουδρώδης,τριμμένο,εκλεπτυσμένος,υπερλεπτός,υπερλεπτό

Χοντρός,κοκκώδης,κοκκώδης,κοκκώδης,τραχύς,πετρώδης,τραχύς,αμμώδης,λιθώδης,αφιλτράριστο

fineness => λεπτότητα, finely => λεπτομερώς, fine-looking => όμορφος, fineless => απέραντο, fine-leaved heath => λεπτόφυλλη ερείκη,