Greek Meaning of finer
πιο λεπτός
Other Greek words related to πιο λεπτός
Nearest Words of finer
Definitions and Meaning of finer in English
finer (s)
(comparative of `fine') greater in quality or excellence
finer (n.)
One who fines or purifies.
FAQs About the word finer
πιο λεπτός
(comparative of `fine') greater in quality or excellenceOne who fines or purifies.
σκονισμένος,λείο,φιλτραρισμένο,αλευρώδης,πουδρώδης,τριμμένο,εκλεπτυσμένος,υπερλεπτός,υπερλεπτό
Χοντρός,κοκκώδης,κοκκώδης,κοκκώδης,τραχύς,πετρώδης,τραχύς,αμμώδης,λιθώδης,αφιλτράριστο
fineness => λεπτότητα, finely => λεπτομερώς, fine-looking => όμορφος, fineless => απέραντο, fine-leaved heath => λεπτόφυλλη ερείκη,