Greek Meaning of fetich
fetich
Other Greek words related to fetich
- προσήλωση
- μανία
- εμμονή
- απασχόληση
- Ανάγκη
- Λαχτάρα
- γοητεία
- εμμονή
- μονομανία
- προκατάληψη
- όρεξη
- λυγισμένος
- Κακοήθεια
- σύνθετος
- επιθυμία
- οδήγηση
- ενθουσιασμός
- κλείνω
- δίψα
- πείνα
- Ιδιοσυγκρασία
- κλίση
- Φαγούρα
- πόθος
- μεροληψία
- πάθος
- προτίμηση
- πόθος
- προτίμηση
- προδιάθεση
- ευελιξία
- Τάση
- ιδιοτροπία
- τάση
- δίψα
- ταξίδι
- παρόρμηση
- πόθος
- γεν
Nearest Words of fetich
Definitions and Meaning of fetich in English
fetich (n)
a charm superstitiously believed to embody magical powers
excessive or irrational devotion to some activity
fetich (n.)
Alt. of Fetish
FAQs About the word fetich
Definition not available
a charm superstitiously believed to embody magical powers, excessive or irrational devotion to some activityAlt. of Fetish
προσήλωση,μανία,εμμονή,απασχόληση,Ανάγκη,Λαχτάρα,γοητεία,εμμονή,μονομανία,προκατάληψη
απάθεια,αδιαφορία,αδιαφορία,Απροσεξία,αδιαφορία,αδιαφορία,αδιαφορία,αδιαφορία
fethcer => χαρακτηριστικό, feterita => φετέρητα, feted => εορτασμένος, fete day => Εορτή, fete champetre => γιορτή στην ύπαιθρο,